Η διατροφή της γιαγιάς σας μπορεί να φταίει για τα παραπανίσια κιλά σας
Όταν σκεφτόμαστε την κληρονομιά που παραδίδουμε στα παιδιά μας, οι περισσότεροι από εμάς σκέφτονται την καλή εκπαίδευση ή ένα σεβαστό ποσό στην τράπεζα. Δυστυχώς, δεν είναι πάντα μόνο τα καλά πράγματα που αφήνουμε πίσω μας για τις μελλοντικές γενιές. Οι επιλογές που κάνουμε όσον αφορά την υγεία και τον τρόπο ζωής μπορούν επίσης να έχουν μακροχρόνια επίπτωση στα παιδιά και τα εγγόνια μας - έναν αντίκτυπο που μπορεί να είναι καλός ή κακός.
Η δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά (HFD) δεν συνδέεται μόνο με την παχυσαρκία αλλά και με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών παθήσεων, διαβήτη τύπου 2 και ορισμένες διαταραχές της ψυχικής υγείας. Με τα επίπεδα της παχυσαρκίας να αυξάνονται, είναι σημαντικό να μάθουμε περισσότερα για το πώς μια τέτοια διατροφή επηρεάζει τον οργανισμό μας ώστε να βρεθούν τρόποι έγκαιρης πρόληψης.
Τα τελευταία χρόνια, υπήρξε ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον στις συμπεριφορικές συνέπειες της HFD και εάν αυτές μεταβιβάζονται στις επόμενες γενιές μέσω της επιγενετικής. Διάφοροι τομείς της έρευνας για την υγεία αναζητούν συσχετίσεις από γενιά σε γενιά και η συζήτηση συχνά στρέφεται στο φαινόμενο της διαγενεαλογικής κληρονομιάς. Επιστημονικά ευρήματα υποδηλώνουν ότι οι επιγενετικοί παράγοντες συνδέονται με τη διαγενεαλογική κληρονομικότητα των επιδράσεων των τοξινών και του στρες, ενώ λίγη έρευνα εστιάζει στον τομέα της υπερκατανάλωσης τροφής. Η διατροφή έχει ήδη κατηγορηθεί ότι έχει επιγενετικό αντίκτυπο στην εφηβεία στα κορίτσια και συγκεκριμένα, η υπερκατανάλωση μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη διαβήτη. Αλλά αυτό μπορεί να συμβαίνει σε πολλές γενιές;
Το ερώτημα αυτό είναι παρόμοιο με αυτό στον οποίο προσπάθησε να δώσει απάντηση μια πρόσφατη συνεργασία μεταξύ του Πανεπιστημίου ETZ της Ζυρίχης και του Ινστιτούτου Babraham σε μια έρευνα σε ποντίκια. Τα ευρήματα έδειξαν ότι τα ζώα που τράφηκαν με μια λιπαρή διατροφή (HFD) είχαν περισσότερες πιθανότητες να γεννήσουν παχύσαρκα και ανθεκτικά στην ινσουλίνη νεογνά, ακόμη και αν τα ίδια δεν ήταν παχύσαρκα, διαπίστωσαν ερευνητές. Παράλληλα, ισοδύναμες εθιστικές συμπεριφορές έναντι των φαρμάκων φαίνεται επίσης να κληρονομούνται από τους απογόνους. Ακόμα και τα δισέγγονα επηρεάστηκαν, με τα θηλυκά να είναι πιο επιρρεπή σε εθιστικές συμπεριφορές και τα αρσενικά να βιώνουν εντονότερα την παχυσαρκία. Οι ερευνητές παρατήρησαν αυτή την τάση σε ποντίκια τρίτης γενιάς των οποίων οι γονείς δεν έλαβαν μια διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά.
Η ομάδα διεξήγαγε τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Translational Psychiatry, χωρίζοντας τα ποντίκια σε δύο ομάδες. Η μια τράφηκε με μια δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά για εννέα εβδομάδες που συμπεριελάμβανε την περίοδο πριν τη σύλληψη, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά και μετά, ενώ στην δεύτερη δόθηκε η συνηθισμένη τους τροφή. Οι αρσενικοί απόγονοι των μητέρων της HFD διατροφικής ομάδας, ζευγαρώθηκαν με θηλυκά που έτρωγαν κανονική τροφή. Αυτή η διαδικασία επαναλήφθηκε για να παραχθούν τα δισέγγονα των αρχικών ποντικών.
Για να ελέγξουν εάν η HFD διατροφή της μητέρας επηρέασε τους κινδύνους για υπερβολική κατανάλωση τροφής, παχυσαρκίας και εθιστικής συμπεριφοράς, καθώς και τους κινδύνους των εγγονιών της, οι επιστήμονες πήραν υπόψη τους μεταβλητές όπως τα επίπεδα ινσουλίνης και χοληστερόλης στα ζώα, το βάρος, την ινσουλίνη, την ευαισθησία και τους μεταβολικούς τους ρυθμούς. Παρόλο που η συγκεκριμένη έρευνα μελετά την εσωτερική λειτουργία των θηλαστικών, τα αποτελέσματα δεν μεταφράζονται άμεσα και στον άνθρωπο.
Η συγγραφέας της μελέτης Daria Peleg-Raibstein από το εργαστήριο της μεταγραφικής βιολογίας της διατροφής στο Πανεπιστήμιο ETH, δήλωσε : "Είναι ένα πολύ μεγάλο βήμα να εφαρμοστούν συμπεράσματα από μελέτες ποντικών στον άνθρωπο. Ωστόσο, η μελέτη των επιπτώσεων της υπερκατανάλωσης τροφής από την μητέρα είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει στους ανθρώπους, επειδή υπάρχουν τόσοι πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν, όπως το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο και η υφιστάμενη κατάσταση της υγείας των γονέων. Πολλοί άνθρωποι έχουν επίσης υποβόσκοντες γενετικούς κινδύνους της παχυσαρκίας και του εθισμού που δεν έχουν καμία σχέση με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες στους οποίους ενδέχεται να έχουν εκτεθεί οι πρόγονοί τους. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για μελέτη ποντικιών, πρέπει να προσέξουμε τα συμπεράσματα που βγάζουμε για τον άνθρωπο. "
Εάν μπορέσουν να βρεθούν στοιχεία που θα αποδεικνύουν τη σχέση αυτή και στον άνθρωπο, η κατανάλωση ανθυγιεινής τροφής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θα μπορούσε να θεωρηθεί επιβλαβής, όπως είναι το κάπνισμα και το αλκοόλ. "Αυτή η μελέτη δείχνει ότι αν και είναι εντελώς φυσιολογικό να τρώμε περισσότερο, με το να επιλέγουμε πάρα πολύ junk food μπορεί να έχει συνέπειες που μπορεί να διαρκέσουν για γενιές", η Peleg-Raibstein πρόσθεσε. Η μελέτη είναι σημαντική, ωστόσο, επειδή μας δείχνει ότι αυτό που τρώει μια μητέρα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εγκυμοσύνη μπορεί να διαδραματίσει τεράστιο ρόλο στην υγεία των παιδιών και των εγγονιών της, και συγκεκριμένα στο βάρος τους και τον κίνδυνο εξάρτησης. Επίσης, υποδηλώνει ότι αυτό που τρώμε μπορεί να επηρεάσει τη γονιδιακή έκφραση.
Δεδομένου ότι εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως είναι παχύσαρκοι, η κατανόηση της γενετικής βάσης της πάθησης θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της επιδημίας και των συνακόλουθων συνθηκών όπως ο διαβήτης τύπου 2, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και οι συνθήκες της ψυχικής υγείας.
Φωτεινή Πουρνάρα