Ελληνική φύση και γεωργία, με το βλέμμα στο μέλλον
Ζούμε σε μία χώρα με μία πραγματικά μοναδική και σπάνια φύση, που αν και χαρακτηρίζεται ως η «κιβωτός της Ευρώπης», συχνά εμείς την αγνοούμε. Πώς μπορούμε να προστατεύσουμε λοιπόν τη μοναδική βιοποικιλότητά του τόπου μας, όταν αγνοούμε ότι υπάρχει; Αν σε κάποιους φαίνεται πολυτέλεια να μιλά κανείς για την φύση στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η ερώτηση είναι απλή: Μπορεί να υπάρξει μέλλον χωρίς την φύση;
Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύτιμη φυσική κληρονομιά και σημαντική βιολογική ποικιλία. Ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό χερσαίων, υγροτοπικών και θαλάσσιων οικοσυστημάτων περιλαμβάνει υποτροπικά φοινικοδάση στην Κρήτη, αλπικά λιβάδια αλλά και ψυχρόβια δάση ερυθρελάτης στη Ροδόπη. Η προστασία της φύσης έχει επιτρέψει στη μοναδική μας βιοποικιλότητα να αντέξει τις μεγαλύτερες απειλές.
Μεγάλος αριθμός τόπων απειλούνται με υποβάθμιση, εξ αιτίας έντονων ανθρωπογενών πιέσεων, όπως η αυθαίρετη ή ακαλαίσθητη δόμηση, η διάνοιξη δρόμων, ο ανεξέλεγκτος τουρισμός και πολλές άλλες καταστροφικές δραστηριότητες που υποβαθμίζουν τη φύση. Από νομική άποψη, σήμερα η προστασία αυτής της φυσικής κληρονομιάς βασίζεται κατά μέγιστο βαθμό στις δυο κοινοτικές οδηγίες, (79/409 και 92/43), με τον τρόπο φυσικά που έχουν αυτές ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία. Παρά την ύπαρξη αυτών των νομοθετημάτων η φυσική κληρονομιά της χώρας μας υποβαθμίζεται και περιορίζεται ποιοτικά και ποσοτικά με εντεινόμενους ρυθμούς τα τελευταία χρόνια. Η υποβάθμιση λαμβάνει χώρα κυρίως μέσω της αστικοποίησης δηλαδή της έγερσης χωρίς καμιά λογική και συνολικό σχέδιο, διάσπαρτων κτιρίων, διάνοιξης και κατασκευής δρόμων, ανεξέλεγκτης απόθεσης μπαζών και απορριμμάτων, λατομεύσεων, εκχερσώσεων και γενικά τόσο από τις καθαυτό όσο και από τις παράπλευρες επιπτώσεις έργων μεγάλης και μικρής κλίμακας. Σημαντικό μέρος της υποβάθμισης των τοπίων οφείλεται επίσης στην εγκατάλειψη παλαιών (παραδοσιακών) μεθόδων στον πρωτογενή τομέα, την εγκατάλειψη της υπαίθρου, αλλά και την εγκατάλειψη και ερείπωση κτιρίων και υποδομών. Όλα αυτά συνοδεύονται από χαμηλή και συχνά αταίριαστη αρχιτεκτονική στα δομημένα περιβάλλοντα που ακόμη περισσότερο υποβαθμίζει τα τοπία και μάλιστα την ύπαιθρο χώρα.
Το παραδοσιακό μοντέλο της ελληνικής αγροτικής οικονομίας, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, με τα προβλήματα, αλλά και με τα πλεονεκτήματά του, είναι βέβαιο ότι σιγά σιγά δίνει τη θέση του σε ένα νέο πρότυπο οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής. Η διεθνοποίηση της αγοράς και οι απαιτήσεις της, όπως και η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων που άπτονται του αγροτικού τομέα, την ωθούν να ενταχθεί οργανικά στη νέα εποχή, όπου η διεθνοποίηση των αγορών και οι τεχνολογικές καινοτομίες έχουν τον πρώτο ρόλο. Καθημερινά όλο και περισσότεροι αποκτούν τη συνείδηση ότι χωρίς την οργανωμένη ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, αλλά και της μεταποίησης που είναι συνδεδεμένη με ό,τι προσφέρει η ελληνική γη, η χώρα θα δυσκολευτεί πολύ να βγει από το σκοτεινό τούνελ.
Είναι καιρός πια να ξεφύγουμε από τη λογική μόνο της ποσότητας και να γίνει μια στροφή και στην ποιότητα, δεδομένου ότι υπάρχουν δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι των άλλων χωρών που ανταγωνίζονται τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα. Το πρώτο είναι η ανεπανάληπτη χλωρίδα του τόπου μας. Στη φυτική παραγωγή υπάρχουν αυτοφυή είδη που η ποιότητά τους με βάση τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται (διατροφική αξία, γεύση) είναι ασυναγώνιστα. Το δεύτερο πλεονέκτημα είναι ο ήλιος, ένας από τους πιο βασικούς παράγοντες παραγωγής ποιοτικών αγροτικών προϊόντων. Κανένας τεχνητός φωτισμός και καμία τεχνητή συνθήκη δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ευεργετική επίδραση που έχει ο ήλιος της πατρίδας μας.