Περισσότερη βιταμίνη D για τα παιδιά μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη διαχείριση της χοληστερόλης
Μια φινλανδική μελέτη συνδέει τα υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα με τη μείωση των επιπέδων χοληστερόλης στο πλάσμα σε παιδιά ηλικίας μεταξύ έξι και οκτώ ετών, υπογραμμίζοντας για άλλη μια φορά τη σημασία της επαρκούς πρόσληψης της βιταμίνης του ήλιου στην παιδική ηλικία.
Ενώ υπάρχει μια γνωστή σχέση μεταξύ των επιπέδων της βιταμίνης D και του μεταβολισμού των οστών - συμπεριλαμβανομένων της ραχίτιδας, της οστεομαλακίας και της οστεοπενίας - η ομάδα πίσω από την τρέχουσα μελέτη ήθελε να ελέγξει πιθανές σχέσεις μεταξύ της βιταμίνης και των λιπιδίων του αίματος.
Με επικεφαλής τη Sonja Soininen στο πανεπιστήμιο της ανατολικής Φινλανδίας, η ομάδα των επιστημόνων πραγματοποίησε μια διασταυρούμενη μελέτη πληθυσμού σε περισσότερα από 500 παιδιά, διαπιστώνοντας ότι εκείνα που είχαν υψηλά επίπεδα βιταμίνης D στο πλάσμα του αίματός τους είχαν χαμηλότερη λιποπρωτεΐνη ολικής και χαμηλής πυκνότητας (LD) χοληστερόλη σε σύγκριση με τα παιδιά που είχαν ανεπαρκή επίπεδα βιταμίνης D.
Δημοσιεύοντας τα ευρήματά τους στο Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism, οι ερευνητές ανέφεραν ότι οι συσχετισμοί που βρήκαν ήταν ανεξάρτητοι από το σωματικό πάχος, τους διατροφικούς παράγοντες, τη σωματική δραστηριότητα, την εκπαίδευση των γονέων και την έκθεσή τους το φως της ημέρας πριν από τη δειγματοληψία του αίματος. Επιπλέον, κληρονομικοί παράγοντες που έχουν προηγούμενα συνδεθεί με τα επίπεδα βιταμίνης D στον ορό, δεν τροποποίησαν την παρατηρούμενη συσχέτιση.
Η σημασία των συμπληρωμάτων
Η Soininen και οι συνεργάτες της δήλωσαν ότι τα ευρήματά τους αποδεικνύουν τη σημασία της εφαρμογής των συστάσεων για τη λήψη βιταμίνης D αλλά και των συμπληρωμάτων. Όπως εξήγησαν, ενώ η κύρια πηγή βιταμίνης D για πολλούς ανθρώπους προέρχεται από το φως του ήλιου, υπάρχουν πληθυσμοί χωρών στο βόρειο ημισφαίριο, όπου μόνο το φως του ήλιου δεν είναι επαρκές για να διατηρηθούν τα επίπεδα της βιταμίνης D.
Παρόλο που οι διατροφικές συστάσεις μπορεί να διαφέρουν από χώρα σε χώρα, η ομάδα σημείωσε ότι οι σημαντικότερες διατροφικές πηγές βιταμίνης D είναι τα ενισχυμένα προϊόντα όπως τα γαλακτοκομικά προϊόντα, οι αλοιφές (spreads) και τα ψάρια. Επιπλέον, ανέφεραν ότι πολλές χώρες προτείνουν την πρόσληψη συμπληρωμάτων, προσθέτοντας ότι τα συνιστώμενα επίπεδα ποικίλλουν σημαντικά.
Η βιταμίνη D έχει ισχυρή επίδραση στην υγεία και πολλές μελέτες υποστηρίζουν την σημασία της καθώς και την ανάγκη πρόσληψης συμπληρωμάτων όποτε είναι αναγκαίο. Πρόσφατα διαπιστώθηκε ότι συμβάλλει στην αύξηση του βάρους και στην ανάπτυξη των γλωσσικών και κινητικών δεξιοτήτων στα υποσιτισμένα παιδιά. Επιπλέον, μια έρευνα έδειξε ότι μεταξύ των γυναικών που σχεδιάζουν να συλλάβουν μετά από μια αποβολή, εκείνες που είχαν επαρκή επίπεδα βιταμίνης D ήταν πιο πιθανό να μείνουν έγκυες και να γεννήσουν ένα υγιές μωρό, σε σύγκριση με τις γυναίκες με ανεπαρκή επίπεδα βιταμίνης.
Φωτεινή Πουρνάρα