Πονάνε οι αστακοί και οι κάβουρες όταν μαγειρεύονται;
Μια πάγια τακτική μαγειρέματος για καβούρια και αστακούς είναι να μαγειρεύονται ζωντανοί. Ο λόγος είναι η ασύγκριτα καλύτερη γεύση τους. Βέβαια, το να βράζεται ένα ζωντανό ον πριν πεθάνει μοιάζει μεγάλο βασανιστήριο. Υπάρχει ωστόσο ένας μύθος πως αυτά τα ζώα, λόγω των οστράκων τους, δεν νιώθουν πόνο και πεθαίνουν ανώδυνα. Ισχύει όμως αυτό;
Η γεύση των οστρακοειδών όταν μαγειρεύονται ζωντανά είναι φανταστική. Πρόκειται για τον ορισμό του φρέσκου κρέατος, δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο. Και ακριβώς γι' αυτό, οι άνθρωποι συνηθίζουν να προσπερνάνε τον βάρβαρο τρόπο μαγειρέματος. Κυρίαρχη δικαιολογία για αυτό είναι πως τα συγκεκριμένα ζώα, ακριβώς επειδή το σώμα τους περιβάλλεται από όστρακο, δεν πονάνε καθόλου κατά την διάρκεια της διαδικασίας.
Μια νέα έρευνα που προέκυψε από το Πανεπιστήμιο του Μπέλφαστ έρχεται να υποστηρίξει πως τα οστρακοειδή πονάνε. Μελετώντας τις κινήσεις και τις αντιδράσεις καβουριών όταν αυτά βρέθηκαν σε χώρους που εκτέθηκαν σε μικρά ηλεκτρικά σοκ και συγκρίνοντάς τες με τις αντίστοιχες αντιδράσεις και κινήσεις όταν ήταν σε πιο ασφαλείς χώρους, προέκυψε το συμπέρασμα πως το όστρακό τους δεν τους προστατεύει από τέτοιου είδους πόνο.
«Δεν ξέρω τι συμβαίνει στο μυαλό ενός καβουριού αλλά αυτό που μπορώ να πω με βάση την συμπεριφορά του είναι πως οι αντανακλαστικές κινήσεις τους όταν τους γινόταν ηλεκτροσόκ υποδηλώνουν μεγάλο πόνο», δήλωσε στο BBC ο επικεφαλής της εν λόγω έρευνας, Ρόμπερτ Έλγουντ.
Αυτή δεν είναι η πρώτη μελέτη που γίνεται για το ζήτημα. Αντίθετα, πρόκειται για μια συνεχή συζήτηση στους επιστημονικούς και γαστρονομικούς κύκλους. Στο δοκίμιο του 2004, «Ας σκεφτούμε τον αστακό» του αείμνηστου Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, αναφέρεται για το ζήτημα: «Υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα αναφορικά με το μαγείρεμα του αστακού, που δεν μπορεί να το αποφύγει κανείς. Το να βραστεί ένα πλάσμα που είναι ακόμα ζωντανό και αισθάνεται είναι κάτι που μπορεί να δικαιολογηθεί απλά και μόνο από την γευστική μας ευχαρίστηση; Νιώθουμε εντάξει με αυτό;».
Ο Γουάλας αναφέρει επίσης πως στην πραγματικότητα, το αν ο αστακός νιώθει όντως πόνο ή όχι δεν έχει καμία σχέση με την ουσία του ζητήματος. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο σχετικό δοκίμιό του: «Ηθικά δεν έχει καμία σημασία το αν πονάει ή όχι. Δεν θα μπορέσουμε να δώσουμε ποτέ την απάντηση άλλωστε γιατί δεν έχουμε καμία πρόσβαση στα συναισθήματα ενός τέτοιου πλάσματος. Όπως και να έχει το να βραστεί ένα αστακός ζωντανός είναι μια μορφή κατανάλωσης κρέατος πολύ πιο σκληρή από την οποιαδήποτε άλλη μορφή κατανάλωσης κρέατος. Κάθε ζώο που πεθαίνει για να το φάμε έχει υποστεί μια ταλαιπωρία και ο τρόπος που λειτουργεί η βιομηχανία του κρέατος εντείνει αυτή την κατάσταση. Όμως αυτή η βαρβαρότητα που έχει να κάνει με τον αστακό είναι άλλου επιπέδου».
Ο Γουάλας το πάει... ένα βήμα παραπέρα τονίζοντας: «Οι μελλοντικές γενιές είναι πολύ πιθανό να αντιλαμβάνονται τον τρόπο με τον οποίο μεταχειριζόμαστε τα ζώα με τον ίδιο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε εμείς την ψυχαγωγία του Νέρωνα και τις θυσίες των Αζτέκων. Αν θεωρούμε πως μια τέτοια σύγκριση θα ήταν υπερβολική αυτό συμβαίνει μόνο για ένα λόγο: επειδή θεωρούμε την αξία της ζωής ενός ζώου μικρότερη από την αξία της ανθρώπινης ζωής. Αν όντως κάνουμε κάτι τέτοιο θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως πρόκειται για μια πέρα για πέρα εγωιστική πεποίθηση και πως δεν έχουμε καταφέρει να χτίσουμε ένα ηθικό σύστημα που να μην είναι εγωιστικό».
Το μόνο σίγουρο είναι πως ακόμα και αν οι κρεατοφάγοι και οι λάτρεις του αστακού συμφωνήσουν με τα συμπεράσματα του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, οι διατροφικές τους συνήθειες δεν θα αλλάξουν.