Ο υποτιμημένος ρόλος των προβλημάτων του ύπνου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ως συντελεστής της βρεφικής παχυσαρκίας
Η σοβαρότητα της άπνοιας κατά τη διάρκεια του ύπνου στις έγκυες γυναίκες σχετίζεται με υψηλότερα γλυκαιμικά πρότυπα και με αυξημένο κίνδυνο παιδικής παχυσαρκίας.
Η εγκυμοσύνη έχει παρομοιαστεί με μια «δοκιμασία ακραίων καταστάσεων» στην οποία οι ορμόνες του πλακούντα και οι αυξητικοί παράγοντες εκθέτουν την προδιάθεση της μητέρας σε μεταβολικές ασθένειες, απελευθερώνοντας πιθανά προβλήματα της αντίσταση στην ινσουλίνη (IR) που δεν ήταν μέχρι τότε γνωστά, όπως και ήπια β-κυτταρική δυσλειτουργία και πλεονάσματα γλυκόζης και λιπιδίων, λόγω των τεράστιων δυνάμεων που αποκτά η IR κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Παρόλο που η επαγόμενη από την εγκυμοσύνη αντίσταση στην ινσουλίνη έχει σκοπό να εξασφαλίσει επαρκή τροφή στο έμβρυο και τον πλακούντα, για τις μητέρες με παχυσαρκία, μεταβολικό σύνδρομο ή εκείνες που αναπτύσσουν σακχαρώδη διαβήτη κύησης, αυτή η υπερ-διατροφή του εμβρύου συνεπάγεται έναν κίνδυνο για αυξημένη μεταβολική νόσο εφ’όρου ζωής.
Η δύναμη της εγκυμοσύνης προσφέρει στους γιατρούς και τους επιστήμονες μια μοναδική ευκαιρία να επηρεάσουν ουσιαστικά τον οργανισμό των δύο εμπλεκομένων ατόμων. Η εφαρμογή παρατηρήσεων από το τεράστιο πεδίο της ιατρικής για τη βελτιστοποίηση της έκβασης της εγκυμοσύνης τόσο για την μητέρα όσο και για το βρέφος, η οποία περιορίζεται από έναν πλακούντα που τελικά θα καθορίσει την έκθεση του εμβρύου, αποτελεί μια εξαιρετική πρόκληση και ευκαιρία.
Μια πρόσφατη μελέτη από το κολλέγιο Νοσηλευτικής και Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Colorado διαπίστωσε ότι η ήπια άπνοια ύπνου άλλαξε τα επίπεδα σακχάρου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και συνδέθηκε με πρότυπα ανάπτυξης βρεφών που έχουν αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας. Η μελέτη περιέλαβε δεκαοκτώ γυναίκες που δεν είχαν διαβήτη κύησης και δείκτη σωματικής μάζας 30-40 kg / m2 κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης τους - γεγονός που τις εξέθετε σε υψηλότερο κίνδυνο για άπνοια. Δώδεκα από αυτές διαγνώστηκαν με άπνοια. "Ήταν έκπληκτες από τη διάγνωση. Η συχνά μη αναγνωρισμένη αποφρακτική άπνοια ύπνου επιδεινώνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και συνδέεται με προβληματικές περιγεννητικές εκβάσεις όπως ο διαβήτης κύησης και τα μεγαλύτερα σε βάρος μωρά », δήλωσε η Sarah Farabi, η οποία διεξήγαγε τη μελέτη. Οι γυναίκες παρακολουθήθηκαν στο σπίτι με μια ειδική συσκευή καρπού που ανιχνεύει τα επίπεδα κορεσμού οξυγόνου και την εξωτερική κίνηση, καθώς και με έναν αισθητήρα δακτύλου για τρεις συνεχείς νύχτες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου φορούσαν μια συσκευή με οθόνη που μετρούσε την γλυκόζη κάθε πέντε λεπτά και οι επιστήμονες τους παρείχαν όλες τις τροφές που κατανάλωναν μέσα στην μέρα. Δύο εβδομάδες μετά τον τοκετό, μια μη επεμβατική δοκιμή μέτρησε τη σύνθεση του σώματος του μωρού με μετατόπιση αέρα.
Η Farabi εξήγησε ότι "σε αυτή τη μελέτη, όσο πιο σοβαρή είναι η άπνοια της μητέρας, τόσο πιο πιθανό είναι να έχει υψηλότερο σάκχαρο στο αίμα όλο το 24ωρο. Τα δεδομένα δείχνουν ότι η βελτίωση των συνηθειών ύπνου, καθώς και ο έλεγχος και η πιθανή θεραπεία της άπνοιας μπορεί να συμβάλλουν στη βελτίωση των αποτελεσμάτων για τα νήπια σε αυτόν τον πληθυσμό υψηλού κινδύνου. Η διαφορά μεταξύ αυτής της μελέτης και άλλων παρόμοιων είναι ότι τα πρότυπα ύπνου και η γλυκόζη ήταν άμεσα μετρούμενα με τη χρήση προσωπικών συσκευών παρακολούθησης, αντί να βασίζονται στην αυτοαναφορά, καθιστώντας έτσι τα δεδομένα πολύ πιο αξιόπιστα».
«Δείξαμε ότι η ήπια μη διαγνωσμένη άπνοια ύπνου σχετίζεται με υψηλότερα πρότυπα γλυκόζης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ακόμη και σε γυναίκες που δεν έχουν διαβήτη κύησης. Αντιμετωπίζοντας την άπνοια στις υπέρβαρες γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ίσως είμαστε σε θέση να βελτιώσουμε τα επίπεδα σακχάρου της μητέρας και την αντίσταση στην ινσουλίνη, καθώς και τις πιθανότητες υπερανάπτυξης του εμβρύου και παιδικής παχυσαρκίας », κατέληξε η Farabi. Ο συνδυασμός καλύτερου ύπνου και διατροφής μπορεί να βελτιώσει τα αποτελέσματα της μητέρας και του εμβρύου. Τα πορίσματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism.
Φωτεινή Πουρνάρα