Ανεπάρκεια βιταμίνης D εμφανίζουν οι περισσότεροι Έλληνες
Η ευεργετική δράση της βιταμίνης D στα οστά είναι πλήρως τεκμηριωμένη, ενώ νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι ο ρόλος της στην συνολική υγεία του οργανισμού είναι σημαντικός γιατί βοηθά στη μείωση των φλεγμονών, στην καλή ρύθμιση και ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, στην ανάπτυξη των κυττάρων και στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.
Μέσα από πληθώρα μελετών, η ανεπάρκεια της βιταμίνης D έχει σχετιστεί με πολλές καρδιαγγειακές και μεταβολικές παθήσεις, όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, το έμφραγμα και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Μεταβολισμού των Οστών (Ε.Ε.Μ.Μ.Ο.) διαπιστώνει έλλειμμα ενημέρωσης στην Ελλάδα για την αξία της Βιταμίνης D στη συνολική μας υγεία, αλλά και για τις πηγές πρόσληψής της και τους τρόπους διάγνωσης και θεραπείας. Σε εκδήλωση που οργάνωσε, τόνισε την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλίας ενημέρωσης του πληθυσμού, προτρέποντάς τον να διαγνωστεί για τυχόν ανεπάρκεια Βιταμίνης D, να δυναμώσει τον οργανισμό του με την ενδεδειγμένη πρόσληψη κατόπιν ιατρικής συμβουλής, διατηρώντας έτσι τη συνολική καλή υγεία του οργανισμού του και βελτιώνοντας την ποιότητα της ζωής του.
Στην εκδήλωση αναφέρθηκε ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε συνδυασμό με τη χαμηλή κατανάλωση γαλακτοκομικών, δημιουργούν σημαντικό πρόβλημα οστεοπενίας - οστεοπόρωσης στον πληθυσμό. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η ημερήσια δόση βιταμίνης D τουλάχιστον 700 μονάδων (IU) για την επίτευξη και διατήρηση μιας συνολικά καλής υγείας. Αν και το ‘κατώτερο όριο επάρκειας’ της Βιταμίνης D από τους διεθνείς οργανισμούς δεν είναι σταθερό και κυμαίνεται από 20ng/ml έως 30ng/ml, είναι αποδεδειγμένο ότι η επάρκειά της σχετίζεται τόσο με τη μειωμένη πιθανότητα πτώσεων όσο και με τη μειωμένη πιθανότητα οστεοπορωτικών καταγμάτων.
Επισημάνθηκε ότι η Βιταμίνη D βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου και αναστέλλει μηχανισμούς που οδηγούν σε οστική απώλεια και συνεπώς οστεοπόρωση και κατάγματα. Όμως η ανακάλυψη του υποδοχέα της βιταμίνης μέσω του οποίου ασκεί τη δράση της, εκτός από τα οστά, σε διάφορα όργανα, όπως το πάγκρεας, το έντερο, τους μύες, το νευρικό σύστημα, αποκάλυψε άγνωστες δράσεις σε πολλές λειτουργίες του οργανισμού καταδεικνύοντας ότι επιδρά με θετικό τρόπο, στο ανοσολογικό, καρδιαγγειακό και νευρικό σύστημα. Ασθενείς με ρευματικές παθήσεις, όπως ρευματοειδής αρθρίτιδα, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D και ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη οστεοπόρωσης και καταγμάτων, κυρίως λόγω της χρόνιας φλεγμονής και βέβαια της κορτιζόνης, ενώ παρόμοιοι μηχανισμοί ισχύουν και για ασθενείς με χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις, όπως του εντέρου (ελκώδης κολίτιδα και νόσος Crohn) που χαρακτηρίζονται από δυσαπορρόφηση ασβεστίου και βιταμίνης D, για ασθενείς που λαμβάνουν κορτικοειδή για μεγάλο χρονικό διάστημα ή σε υψηλές δόσεις, όπως ασθενείς με βρογχικό άσθμα, με σκλήρυνση κατά πλάκας και έχουν ανάγκη από χορήγηση βιταμίνης D. Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, έχουν βρεθεί και σε ασθενείς με καρκίνο μαστού και παχέος εντέρου.
Στην Ελλάδα διάφορες μελέτες αναφέρουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε ηλικιωμένους, γυναίκες μετά τον τοκετό, παιδιά και έφηβους, ενώ προκαταρκτικά αποτελέσματα από πρόσφατη μελέτη, δείχνουν ότι υψηλό ποσοστό υγιών ατόμων απ’ όλη την επικράτεια παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D.