Η δίαιτα και η άσκηση μπορούν να περιορίσουν την αύξηση βάρους κατά την εγκυμοσύνη, αλλά πρέπει να αρχίσουν από νωρίς
Η παχυσαρκία ή το παραπάνω βάρος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας για τη μητέρα και το παιδί. Οι μαιευτήρες συχνά διστάζουν να συστήσουν τον περιορισμό του στις έγκυες γυναίκες λόγω ανησυχιών σχετικά με την ασφάλεια του μωρού αλλά και έλλειψης χρόνου και εργαλείων για την ασφαλή καθοδήγηση των γυναικών στις προσπάθειες ελέγχου του βάρους τους.
Για χρόνια, οι εμπειρογνώμονες της μητρικής υγείας προβληματίζονται για ένα ανησυχητικό στατιστικό στοιχείο: περισσότερες από τις μισές έγκυες γυναίκες στην Αμερική είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες όταν συλλάβουν, κάτι που βάζει τόσο αυτές όσο και τα μωρά τους σε μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη και άλλων προβλημάτων υγείας. Έτσι περίπου πριν από μια δεκαετία, η αμερικανική κυβέρνηση ξεκίνησε μια δοκιμή πολλών εκατομμυρίων δολαρίων για να διαπιστώσει εάν η δίαιτα και η άσκηση θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις υπέρβαρες γυναίκες να διατηρήσουν ένα υγιές βάρος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους και πιθανόν να μειώσουν το ποσοστό των επιπλοκών.
Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα ευρήματα και τα αποτελέσματα ήταν μικτά: Η ένταξη ενός προγράμματος διατροφής και άσκησης κατά την έναρξη του δεύτερου τριμήνου βοήθησε πολλές γυναίκες να αποφύγουν την υπερβολική αύξηση βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Αλλά δεν μείωσε το ποσοστό διαβήτη κύησης, την υπέρταση ή το ποσοστό των καισαρικών. Οι ειδικοί ανέφεραν ότι η έρευνα ήταν ταυτόχρονα ενθαρρυντική αλλά και απογοητευτική. Επιβεβαίωσε ότι οι υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες μπορούν με ασφάλεια να περιορίσουν τα κιλά που παίρνουν κατά την εγκυμοσύνη με παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής τους.
Ωστόσο, η μελέτη υποδεικνύει ότι για να βελτιωθούν τα μαιευτικά αποτελέσματα και η υγεία των μωρών, οι γυναίκες που έχουν επιπλέον βάρος μπορεί να χρειαστεί να κάνουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους πριν συλλάβουν,
δήλωσε ο Δρ Alan Peaceman, επικεφαλής της μητρικής εμβρυϊκής ιατρικής στο Northwestern University Feinberg School of Medicine και επικεφαλής ερευνητής της συγκεκριμένης έρευνας που δημοσιεύθηκε στο Obesity. "Αυτό είναι ένα πρόβλημα που τώρα είναι πιο σημαντικό από ό,τι υπήρξε ποτέ και πρέπει να αντιμετωπιστεί", τόνισε. «Θα πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε σε γυναίκες που είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες ακόμη και πριν από την εγκυμοσύνη και να τους εξηγήσουμε τον κίνδυνο αυτού του βάρους σε πιθανή εγκυμοσύνη».
Η νέα έρευνα έρχεται σε μια πραγματικά κρίσιμη στιγμή. Πριν από δεκαετίες, οι γιατροί ζητούσαν συνήθως από τις έγκυες γυναίκες να πάρουν αρκετό βάρος για να μειώσουν τις πιθανότητες να έχουν λιποβαρή μωρά. Αλλά όταν η επιδημία παχυσαρκίας απογειώθηκε τη δεκαετία του ‘80 και του '90, δεν έκανε διάκριση ούτε στις έγκυες. Έρευνες από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων διαπίστωσαν ότι ο επιπολασμός της παχυσαρκίας μεταξύ των εγκύων αυξήθηκε κατά 69% από το 1993 έως το 2003. Σήμερα, περίπου το 26% των γυναικών είναι υπέρβαρες όταν μένουν έγκυες και το 25,6% είναι παχύσαρκες. Οι γυναίκες στις ομάδες αυτές είναι πιθανότερο να υπερβούν το συνιστώμενο ποσοστό αύξησης βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και να διατηρήσουν αυτό το βάρος και μετά τον τοκετό. Μεταξύ των επιπλοκών που είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν είναι ωδίνες που διαρκούν πολύ περισσότερο, ασυνήθιστα μεγάλα μωρά, υπέρταση και καισαρικές τομές. Οι παχύσαρκες γυναίκες έχουν επίσης υψηλότερα ποσοστά διαβήτη κύησης, αποβολές και πρόωρες γεννήσεις. Και πολλές μελέτες δείχνουν ότι και τα παιδιά τους έχουν αυξημένα ποσοστά παχυσαρκίας και διαβήτη τύπου 2.
Το 2009, το Ινστιτούτο Ιατρικής δημοσίευσε μια έκθεση που περιγράφει το βάρος που πρέπει να κερδίσουν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους βάσει του δείκτη σωματικής τους μάζας. Οι γυναίκες στην κανονική κατηγορία βάρους θα πρέπει να κερδίζουν μεταξύ 11 έως 15 κιλών, ενώ όσες είναι υπέρβαρες θα πρέπει να προσθέσουν 6 έως 11 κιλά. Οι παχύσαρκες γυναίκες καλό είναι να κερδίσουν λιγότερα από 9 κιλά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Εδώ και χρόνια, αρκετές μελέτες έχουν εξετάσει κατά πόσο οι αλλαγές στον τρόπο ζωής θα μπορούσαν να βελτιώσουν την υγεία στις μέλλουσες μητέρες με υψηλό δείκτη μάζας σώματος. Αλλά πολλές από αυτές ήταν μικρές, όχι πολύ αυστηρές ή κακής ποιότητας, οπότε τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ έθεσαν ως στόχο να χρηματοδοτήσουν μια μεγάλη και οριστική μελέτη σε μια διαφορετική ομάδα γυναικών. Η προκύπτουσα μελέτη συγκέντρωσε 1.150 υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες σε επτά κλινικές σε ολόκληρη τη χώρα και τις χώρισε τυχαία σε ομάδα ελέγχου και σε ομάδα παρέμβασης η οποία ακολούθησε ποικίλες στρατηγικές διατροφής και άσκησης. Οι γυναίκες ήταν όλες μεταξύ 9 και 15 εβδομάδων έγκυες όταν μπήκαν στη μελέτη. Τελικά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες στην ομάδα με τη δίαιτα και την άσκηση κέρδισαν κατά μέσο όρο 2 κιλά λιγότερα από την ομάδα ελέγχου και είχαν 48% λιγότερες πιθανότητες να υπερβούν το συνιστώμενο σωματικό βάρος εγκυμοσύνης. Ωστόσο, για τις περισσότερες γυναίκες, η παρέμβαση δεν λειτούργησε. Περίπου το 68,6% των γυναικών στην ομάδα διατροφής και άσκησης ξεπέρασε το συνιστώμενο ποσοστό αύξησης βάρους, σε σύγκριση με το 85% των γυναικών στο σκέλος ελέγχου. Στο τέλος της μελέτης, ο ρυθμός των κύριων επιπλοκών της εγκυμοσύνης τους δεν διέφερε.
"Μία από τις κύριες υποψίες μας είναι ότι όταν ξεκινήσαμε με την παρέμβαση στην αρχή του δεύτερου τριμήνου της εγκυμοσύνης, ήταν ήδη πολύ αργά", δήλωσε ο Δρ Peaceman. "Είναι πιθανό τα αρνητικά αποτελέσματα να επηρεάστηκαν ήδη από την αύξηση του σωματικού βάρους πριν από αυτό το διάστημα". Η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι αν η εγκυμοσύνη βρει μια γυναίκα σε κανονικό βάρος, τότε στατιστικά έχει μειωμένο κίνδυνο για πολλές επιπλοκές. Εάν ο στόχος είναι να βελτιωθούν τα αποτελέσματα της εγκυμοσύνης τόσο για τη μητέρα όσο και για τα μωρά, τότε πρέπει όλες οι προσπάθειες να ξεκινήσουν νωρίς.
Φωτεινή Πουρνάρα