Βιοεμπλουτισμός: η επανάσταση στην διατροφή
Οι βιοεμπλουτισμένες καλλιέργειες που παράγονται με τη βοήθεια στοχευμένων αναπαραγωγικών, αγρονομικών και διαγονιδιακών προσεγγίσεων βελτιώνουν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και παρουσιάζουν μια ελπιδοφόρα μελλοντική εξέλιξη του σιταριού.
Ο υποσιτισμός των μικροθρεπτικών συστατικών, η αποκαλούμενη «κρυμμένη πείνα», πλήττει περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού, ιδιαίτερα τις γυναίκες και τα παιδιά προσχολικής ηλικίας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Παρά την μέχρι τώρα πρόοδο στον έλεγχο των μικροθρεπτικών ακραίων ελλείψεων μέσω των συμπληρωμάτων και του εμπλουτισμού των τροφίμων, απαιτούνται νέες προσεγγίσεις για να διευρυνθεί η εμβέλεια των διατροφικών παρεμβάσεων. Ο βιοεμπλουτισμός, μια νέα προσέγγιση που βασίζεται στη συμβατική αναπαραγωγή των φυτών και τη σύγχρονη βιοτεχνολογία για την αύξηση της πυκνότητας των μικροοργανισμών στις βασικές καλλιέργειες, αποτελεί ένα πολλά υποσχόμενο τομέα για τη βελτίωση της διατροφικής κατάστασης και της υγείας των φτωχών πληθυσμών τόσο στις αγροτικές όσο και στις αστικές περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών εκτιμά ότι περίπου 792,5 εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο υποσιτίζονται, από τους οποίους 780 εκατομμύρια ζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες. Εκτός από αυτό, περίπου δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο υποφέρουν από την «κρυμμένη πείνα», η οποία οφείλεται σε ανεπαρκή πρόσληψη των βασικών μικροθρεπτικών συστατικών στην καθημερινή διατροφή παρά την αυξημένη παραγωγή φυτικών τροφίμων. Εκτός από αυτά, η υπερκατανάλωση τροφής είναι ένα παράλληλο και αυξανόμενο θέμα ανησυχίας.
Μέχρι στιγμής, τα γεωργικά συστήματα δεν έχουν σχεδιαστεί για να προωθούν την ανθρώπινη υγεία. Αντίθετα, εστιάζουν μόνο στην αύξηση της απόδοσης των σιτηρών και της παραγωγικότητας των καλλιεργειών. Αυτή η προσέγγιση έχει οδηγήσει σε ταχεία αύξηση της έλλειψης μικροθρεπτικών συστατικών στους σπόρους των τροφίμων, αυξάνοντας έτσι τον μικροθρεπτικό υποσιτισμό στους καταναλωτές. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει η τάση και γίνεται μια προσπάθεια μετατόπισης της γεωργίας από την παραγωγή περισσότερων ποσοτήτων καλλιεργειών στην παραγωγή τροφών πλούσιων σε θρεπτικά συστατικά σε επαρκείς ποσότητες.
Παραδοσιακά, οι βιταμίνες και τα ανόργανα άλατα προσφέρονται στον πληθυσμό μέσα από προγράμματα με συμπληρώματα, αλλά δεν ανταποκρίνονται στους στόχους που έχουν τεθεί από τους διεθνείς οργανισμούς υγείας, καθώς αυτά τα προγράμματα συμπληρωματικής στήριξης βασίζονται σε εξωτερική χρηματοδότηση που δεν είναι εγγυημένη από την μια χρονιά στην άλλη. Άλλοι περιορισμοί είναι η αγοραστική δύναμη των φτωχών ανθρώπων, η πρόσβασή τους στις αγορές και τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και η έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τα μακροπρόθεσμα οφέλη για την υγεία αυτών των συμπληρωμάτων. Ως εκ τούτου, ο βιοεμπλουτισμός διαφόρων ποικιλιών καλλιεργειών προσφέρει μια βιώσιμη και μακροπρόθεσμη λύση στην παροχή καλλιεργειών πλούσιων σε ιχνοστοιχεία στους ανθρώπους. Επιπλέον, οι καλλιέργειες αυτές προσφέρονται στους καταναλωτές μέσω παραδοσιακών πρακτικών που χρησιμοποιούνται από τη γεωργία και το εμπόριο τροφίμων και παρέχουν ένα εφικτό τρόπο προσέγγισης των υποσιτιζόμενων και χαμηλού εισοδήματος οικογενειών με περιορισμένη πρόσβαση σε ποικίλες δίαιτες, συμπληρώματα και εμπλουτισμένα τρόφιμα . Από οικονομική άποψη, ο βιοεμπλουτισμός αποτελεί δηλαδή μια εφάπαξ επένδυση και προσφέρει μια οικονομικά αποδοτική, μακροπρόθεσμη και βιώσιμη προσέγγιση για την καταπολέμηση της «κρυμμένης πείνας», γιατί μετά την ανάπτυξη των βιοκατευθυνόμενων καλλιεργειών, δεν υπάρχει κόστος αγοράς των ενισχυτικών ουσιών και προσθήκη τους στην τροφοδοσία των τροφίμων κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας.
Ο Robert Graybosch, ένας Αμερικανός επιστήμονας από το USDA Agricultural Research Service, εξηγεί ότι περίπου το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν παίρνει αρκετό σίδηρο, κυρίως επειδή τα τρόφιμα που καταναλώνει είναι φτωχά σε κάποια ορυκτά ή περιέχουν «antinutrients», δηλαδή μόρια που δεν επιτρέπουν στο σώμα να απορροφήσει σωστά τα ωφέλιμα θρεπτικά συστατικά. "Ο εμπλουτισμός είναι δυνητικά χρήσιμος καθώς οι άνθρωποι σε πολλά μέρη του κόσμου δεν καταναλώνουν ισορροπημένη διατροφή και τα κύρια τρόφιμά τους δεν διαθέτουν μεταλλικά στοιχεία", αναφέρει ο Graybosch. "Αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω του εμπλουτισμού, της διαδικασίας προσθήκης ορυκτών στα διατροφικά προϊόντα μέσω των αλεύρων που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του ψωμιού. "
Ακόμα κι έτσι όμως, μερικοί άνθρωποι διστάζουν να καταναλώνουν προϊόντα που όπως πιστεύουν μπορεί να περιέχουν "παράξενα" συστατικά, προσθέτει. Ο Graybosch και η ομάδα του προσπαθεί να ενισχύσει φυσικά τα μεταλλικά άλευρα σιταριού για να βοηθήσει τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να προσλαμβάνουν περισσότερο σίδηρο. "Ο βιοεμπλουτισμός μπορεί να γίνει μέσω της παραδοσιακής αναπαραγωγής φυτών χρησιμοποιώντας φυσικές γενετικές παραλλαγές ή φυσικές μεταλλάξεις ή μέσω γενετικών μηχανισμών", εξηγεί. "Αν βρεθεί μια μετάλλαξη που είχε ως αποτέλεσμα περισσότερους κόκκους σιτηρών, και στη συνέχεια αναπαραχθεί αυτό το χαρακτηριστικό σε σιτάρι που καλλιεργήθηκε και καταναλώθηκε, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι η καλλιέργεια έχει ενισχυθεί και εμπλουτιστεί βιολογικά".
Ο Graybosch ανέπτυξε μαζί με άλλους επιστήμονες πειραματικές σειρές αναπαραγωγής χειμωνιάτικου σιταριού. Οι σειρές αναπαραγωγής είναι το πρώτο βήμα στη μακρά διαδικασία δημιουργίας ενός νέου τύπου σιταριού που μπορούν να καλλιεργήσουν οι αγρότες. Η ομάδα προσπάθησε να συνδυάσει δύο ιδιότητες (χαμηλή περιεκτικότητα σε φυτικά οξέα -φυτάτες- και υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες) χωρίς να μειώσει την απόδοση των σιτηρών. Το φυτικό οξύ είναι ένα antinutrient που εμποδίζει το σώμα να πάρει μερικά μέταλλα. Ο βιοεμπλουτισμός είναι μια λεπτή ισορροπία. Συχνά, η αύξηση της διατροφικής αξίας προκαλεί την πτώση της συνολικής απόδοσης των σιτηρών. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στο γεγονός ότι το σιτάρι καταλήγει να είναι συνολικά λιγότερο θρεπτικό και μπορεί επίσης να επηρεάσει τα κέρδη των αγροτών.
Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους που δημοσιεύθηκε στο Crop Science, δείχνουν ότι ο συνδυασμός των δύο χαρακτηριστικών, χωρίς οποιεσδήποτε δυσμενείς επιπτώσεις στην απόδοση των σιτηρών, είναι εφικτός. Αυξήθηκε η ποσότητα του ψευδαργύρου, του ασβεστίου και του μαγγανίου που θα μπορούσε να πάρει ο άνθρωπος. Παρόλο που χρειάζεται να γίνουν περισσότερα πειράματα για να επιτευχθεί ένα είδος σιταριού που μπορεί να φυτευτεί από τους αγρότες, τα γονίδια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη περισσότερο θρεπτικών σιτηρών χωρίς να θυσιάζεται η απόδοση. Τα επόμενα βήματα στην έρευνά τους, μερικά από τα οποία έχουν ήδη ξεκινήσει, περιλαμβάνουν την αναπαραγωγή αυτών των ευεργετικών γονιδίων σε φυτά προσαρμοσμένα σε περιοχές όπου καλλιεργείται σιτάρι, όπως είναι η περιοχή των Great Plains των Ηνωμένων Πολιτειών. "Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι όλα τα σιτάρια που καλλιεργούνται σε μια συγκεκριμένη περιοχή είναι προσαρμοσμένα σε αυτήν την περιοχή" εξηγεί ο Graybosch. "Τα σιτηρά των Great Plains λειτουργούν καλά στο συγκεκριμένο μέρος, αλλά όχι αλλού. Αν το χαρακτηριστικό ενδιαφέρει και άλλες τοποθεσίες, επιπλέον αναπαραγωγικές καλλιέργειες πρέπει να αρχίσουν να εισάγουν αυτό το χαρακτηριστικό στη νέα περιοχή. Και από ό,τι φαίνεται, υπάρχει τέτοιο ενδιαφέρον", κατέληξε.
Ο Graybosch λέει ότι το ταξίδι του στην έρευνα αυτή ξεκίνησε επειδή ήθελε να σχεδιάσει έναν τρόπο για να ερευνήσει το «σημαντικότερο πρόβλημα διατροφής που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα», το οποίο θεωρούσε ότι ήταν το ότι οι άνθρωποι δεν προσλάμβαναν αρκετό σίδηρο. Ο ίδιος και στη συνέχεια μαζί με τον Jorge Venegas, άρχισαν να αναζητούν γονίδια που θα βελτίωναν τη διατροφική αξία του σιταριού. "Νομίζω ότι οτιδήποτε μπορεί να βελτιώσει την πρόσληψη των ορυκτών μέσω της διατροφής με χαμηλό ή μηδενικό κόστος για τον καταναλωτή έχει αξία", σχολιάζει ο Graybosch. "Οτιδήποτε μπορούμε να κάνουμε για να βελτιώσουμε τη διατροφή σε όλο τον κόσμο θα συμβάλει σημαντικά στην συνολικότερη καλυτέρευση της ζωής των συνανθρώπων μας".
Φωτεινή Πουρνάρα